πυκνόρευστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνόρευστος η πυκνόρευστη το πυκνόρευστο
      γενική του πυκνόρευστου της πυκνόρευστης του πυκνόρευστου
    αιτιατική τον πυκνόρευστο την πυκνόρευστη το πυκνόρευστο
     κλητική πυκνόρευστε πυκνόρευστη πυκνόρευστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνόρευστοι οι πυκνόρευστες τα πυκνόρευστα
      γενική των πυκνόρευστων των πυκνόρευστων των πυκνόρευστων
    αιτιατική τους πυκνόρευστους τις πυκνόρευστες τα πυκνόρευστα
     κλητική πυκνόρευστοι πυκνόρευστες πυκνόρευστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πυκνόρευστος < πυκνό- + ρευστός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική dickflüssig[1])

Επίθετο

πυκνόρευστος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.