πυκνόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυκνόμετρο τα πυκνόμετρα
      γενική του πυκνόμετρου
& πυκνομέτρου
των πυκνόμετρων
& πυκνομέτρων
    αιτιατική το πυκνόμετρο τα πυκνόμετρα
     κλητική πυκνόμετρο πυκνόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυκνόμετρο < πυκνός + -ο- + -μετρο[1] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική densimètre[1] [2] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pycnometer[2] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pycnomètre[2])

Προφορά

ΔΦΑ : /piˈkno.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυκνόμετρο

Ουσιαστικό

πυκνόμετρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πυκνόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πυκνόμετρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.