πυκνομετρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πυκνομετρία | οι | πυκνομετρίες |
| γενική | της | πυκνομετρίας | των | πυκνομετριών |
| αιτιατική | την | πυκνομετρία | τις | πυκνομετρίες |
| κλητική | πυκνομετρία | πυκνομετρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυκνομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pycnometry + -ία < αρχαία ελληνική πυκνός + μέτρον
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πυκνόμετρο, πυκνός και μέτρο
Μεταφράσεις
πυκνομετρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.