αραιόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αραιόμετρο τα αραιόμετρα
      γενική του αραιόμετρου
& αραιομέτρου
των αραιόμετρων
& αραιομέτρων
    αιτιατική το αραιόμετρο τα αραιόμετρα
     κλητική αραιόμετρο αραιόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αραιόμετρο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀραιόμετρον, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική aréomètre < αρχαία ελληνική ἀραι(ός) + -ό- + -μετρο + (μέτρον) [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾeˈo.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραιόμετρο

Ουσιαστικό

αραιόμετρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.