αραιόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αραιόμετρο | τα | αραιόμετρα |
| γενική | του | αραιόμετρου & αραιομέτρου |
των | αραιόμετρων & αραιομέτρων |
| αιτιατική | το | αραιόμετρο | τα | αραιόμετρα |
| κλητική | αραιόμετρο | αραιόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αραιόμετρο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀραιόμετρον, λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική aréomètre < αρχαία ελληνική ἀραι(ός) + -ό- + -μετρο + (μέτρον) [1][2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɾeˈo.me.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ραι‐ό‐με‐τρο
Ουσιαστικό
αραιόμετρο ουδέτερο
Αναφορές
- αραιόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αραιόμετρο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.