πυελογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυελογραφία οι πυελογραφίες
      γενική της πυελογραφίας των πυελογραφιών
    αιτιατική την πυελογραφία τις πυελογραφίες
     κλητική πυελογραφία πυελογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πυελογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pyelography[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Pyelographie[1] < αρχαία ελληνική πύελος + γράφω

Ουσιαστικό

πυελογραφία θηλυκό

Συγγενικά

  • πυελογράφημα
  • πυελογραφικός
  •  δείτε τις λέξεις πύελος και γράφω

Μεταφράσεις

  1. πυελογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.