πυελικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυελικός η πυελική το πυελικό
      γενική του πυελικού της πυελικής του πυελικού
    αιτιατική τον πυελικό την πυελική το πυελικό
     κλητική πυελικέ πυελική πυελικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυελικοί οι πυελικές τα πυελικά
      γενική των πυελικών των πυελικών των πυελικών
    αιτιατική τους πυελικούς τις πυελικές τα πυελικά
     κλητική πυελικοί πυελικές πυελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πυελικός < πύελος + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pelvien[1])

Επίθετο

πυελικός

  • που έχει σχέση με την πύελο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή

Μεταφράσεις

  1. πυελικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.