πυελικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πυελικός | η | πυελική | το | πυελικό |
| γενική | του | πυελικού | της | πυελικής | του | πυελικού |
| αιτιατική | τον | πυελικό | την | πυελική | το | πυελικό |
| κλητική | πυελικέ | πυελική | πυελικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πυελικοί | οι | πυελικές | τα | πυελικά |
| γενική | των | πυελικών | των | πυελικών | των | πυελικών |
| αιτιατική | τους | πυελικούς | τις | πυελικές | τα | πυελικά |
| κλητική | πυελικοί | πυελικές | πυελικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.