ουρογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ουρογραφία | οι | ουρογραφίες |
| γενική | της | ουρογραφίας | των | ουρογραφιών |
| αιτιατική | την | ουρογραφία | τις | ουρογραφίες |
| κλητική | ουρογραφία | ουρογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ουρογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική urography < αρχαία ελληνική οὖρον + γράφω
Ουσιαστικό
ουρογραφία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.