αεροπορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αεροπορία | οι | αεροπορίες |
| γενική | της | αεροπορίας | των | αεροποριών |
| αιτιατική | την | αεροπορία | τις | αεροπορίες |
| κλητική | αεροπορία | αεροπορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αεροπορία < αεροπόρ(ος) + -ία [1]
Ουσιαστικό
αεροπορία θηλυκό
- (αεροπορικός όρος) το σύνολο των ανθρώπων, τεχνικών μέσων και δομών που αφορούν στη μετακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων στον αέρα
- (ειδικότερα) η Πολεμική Αεροπορία
- ↪ Αεροπορία Στρατού: μονάδες ελικοπτέρων που ανήκουν στο Στρατό Ξηράς
- λέξη που συμπεριλαμβάνεται στην ονομασία μιας εταιρείας αερομεταφορών
- ↪ η Ολυμπιακή Αεροπορία
Εκφράσεις
- υπέρ της Αεροπορίας: (ειρωνικά) για χρήματα που δόθηκαν για έναν ορισμένο σκοπό αλλά σπαταλήθηκαν αλλού
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αεροπορία
|
πολεμική αεροπορία
|
Αναφορές
- αεροπορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.