πρόσφυσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πρόσφυσῐς | αἱ | προσφύσεις |
| γενική | τῆς | προσφύσεως | τῶν | προσφύσεων |
| δοτική | τῇ | προσφύσει | ταῖς | προσφύσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | πρόσφυσῐν | τὰς | προσφύσεις |
| κλητική ὦ! | πρόσφυσῐ | προσφύσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσφύσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | προσφυσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόσφυσις < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- πρόσφυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.