πρόσκτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρόσκτηση | οι | προσκτήσεις |
| γενική | της | πρόσκτησης* | των | προσκτήσεων |
| αιτιατική | την | πρόσκτηση | τις | προσκτήσεις |
| κλητική | πρόσκτηση | προσκτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προσκτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόσκτηση < ελληνιστική κοινή πρόσκτησις[1] [2] [3] αρχαία ελληνική προσκτάομαι / προσκτῶμαι < πρός + κτάομαι / κτῶμαι
Ουσιαστικό
πρόσκτηση θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσκτώμαι, η απόκτηση παραπάνω εφοδίων, αύξηση αυτών που ήδη έχω
Μεταφράσεις
πρόσκτηση
|
|
Αναφορές
- πρόσκτηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρόσκτηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πρόσκτησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.