προσκτώμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσκτώμαι < αρχαία ελληνική προσκτάομαι / προσκτῶμαι < πρός + κτάομαι / κτῶμαι
Συγγενικά
Κλίση
→ λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
προσκτώμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.