πρόσδεσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόσδεσῐς αἱ προσδέσεις
      γενική τῆς προσδέσεως τῶν προσδέσεων
      δοτική τῇ προσδέσει ταῖς προσδέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόσδεσῐν τὰς προσδέσεις
     κλητική ! πρόσδεσῐ προσδέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσδέσει
γεν-δοτ τοῖν  προσδεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσδεσις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πρόσδεσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.