πρόναος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρόναος οι πρόναοι
      γενική του πρόναου
& προνάου
των πρόναων
& προνάων
    αιτιατική τον πρόναο τους πρόναους
& προνάους
     κλητική πρόναε πρόναοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κάτοψη ναού, ο πρόναος με σκίαση

Ετυμολογία

πρόναος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρόναος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.na.os/

Ουσιαστικό

πρόναος αρσενικό

  1. (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) χώρος / δωμάτιο στο πίσω τμήμα ενός αρχαίου ναού
     συνώνυμα: πρόδομος
      Είχε πρόναο και οπισθόναο ιδίων διαστάσεων, που ο καθένας τους διέθετε δύο κίονες ανάμεσα σε παραστάδες. (Ηραίο Άργους @ odysseus.culture.gr)
  2. (θρησκεία, αρχιτεκτονική) ο νάρθηκας ενός χριστιανικού ναού

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.