πρόμοχθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρόμοχθος οι πρόμοχθοι
      γενική του πρόμοχθου
& προμόχθου
των πρόμοχθων
& προμόχθων
    αιτιατική τον πρόμοχθο τους πρόμοχθους
& προμόχθους
     κλητική πρόμοχθε πρόμοχθοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόμοχθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόμοχθοι (στον πληθυντικό), πρό- + μόχθος

Ουσιαστικό

πρόμοχθος ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.