μετόπη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετόπη οι μετόπες
      γενική της μετόπης των μετοπών
    αιτιατική τη μετόπη τις μετόπες
     κλητική μετόπη μετόπες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Εναλλαγή τρίγλυφων και μετοπών στην ζωφόρο του ναού Γ στον Σελινούντα

Ετυμολογία

μετόπη < (ελληνιστική κοινή) μετόπη < μετά + αρχαία ελληνική ὀπή

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈto.pi/

Ουσιαστικό

μετόπη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.