θριγκός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | θριγκός | οι | θριγκοί |
| γενική | του | θριγκού | των | θριγκών |
| αιτιατική | τον | θριγκό | τους | θριγκούς |
| κλητική | θριγκέ | θριγκοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θριγκός < αρχαία ελληνική θριγκός, που αναφέρεται πρώτη φορά στον Όμηρο[1]
Ουσιαστικό
θριγκός αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) το εξωτερικά εμφανές μέρος των αρχαίων (ή κλασικών) κτιρίων που βρίσκεται πάνω από τους κίονες και κάτω από τη σκεπή
- ο θριγκός αποτελείται από ένα απλό δωρικό επιστύλιο και από δωρική ζωφόρο, δηλαδή τρίγλυφα και μετόπες[2]
- η στεφάνη των τοίχων [1][3][2]
- φύεται επί θριγκοίς και τοίχοις
- φραγμός[2]
Αναφέρεται και ως τριγχός[2].
Μεταφράσεις
θριγκός
Αναφορές
- Ομήρου Οδύσσεια Η΄: «χάλκεοι μὲν γὰρ τοῖχοι ἐληλέδατ' ἔνθα καὶ ἔνθα, ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῦ, περὶ δὲ θριγκὸς κυάνοιο·» (μετάφραση Εφταλιώτη: «Χαλκένιοι τοῖχοι στέκονταν ἀπ' τὸ κατώφλι ὡς μέσα στὰ βάθια, καὶ ζωνόντανε μὲ λαζουρὶ στεφάνι·»)
Ομήρου Οδύσσεια Ρ΄: «ἐξ ἑτέρων ἕτερ' ἐστίν, ἐπήσκηται δέ οἱ αὐλὴ τοίχῳ καὶ θριγκοῖσι» (μετάφραση Εφταλιώτη: «Ἀπ' τό 'να στὸ ἄλλο μέσα πᾶς, κι ἔχουν αὐλὴ κλεισμένη μὲ τείχισμα στεφανωτὸ») - Γλώσσαι, Θ΄, λεξικό του Ησύχιου του Αλεξανδρέα, λήμμα θριγκός:
- ἡ στεφάνη Avg τοῦ τείχους. [περίφραγμα AS καὶ [περίβολος Sn (η 87). ἤγουν τὸ ἀνώτατον <τῆς> τοῦ τείχους οἰκοδομῆς ἐφ' οὗ καὶ ἡ στέγη κεῖται. καὶ ὁ ὑπὸ τὸν κλινόποδα τοῦ τοίχου τόπος. ἢ περιχαράκωμα. καὶ <τριγχός>"
- <θριγκοῖς>· φραγμοῖς (ρ 267) gn"
- Λήμμα θριγκός, Θησαυρός της Ελληνικής γλώσσης, Vol. IV, Ερρίκος Στέφανος, Londinid, 1822
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.