πρωτόπλασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πρωτόπλασμα | τα | πρωτοπλάσματα |
| γενική | του | πρωτοπλάσματος | των | πρωτοπλασμάτων |
| αιτιατική | το | πρωτόπλασμα | τα | πρωτοπλάσματα |
| κλητική | πρωτόπλασμα | πρωτοπλάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωτόπλασμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Protoplasma < αρχαία ελληνική πρῶτος + πλάσμα (ο όρος πρωτοπλάστηκε από τον Τσέχο ανατόμο και φυσιολόγο Γιαν Εβανγκελίστα Πούρκινιε - Jan Evangelista Purkyně)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈto.pla.zma/
Ουσιαστικό
πρωτόπλασμα ουδέτερο
- (βιολογία) ημίρρευστη διαφανής ουσία, από την οποία αποτελείται κάθε φυτικό ή ζωικό κύτταρο
Συγγενικά
- πρωτοπλασματικός
- πρωτοπλασμικός
- πρωτοπλάστης
- → δείτε τις λέξεις πρώτος και πλάσμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.