πρωτοπλάστης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοπλάστης οι πρωτοπλάστες
      γενική του πρωτοπλάστη των πρωτοπλαστών
    αιτιατική τον πρωτοπλάστη τους πρωτοπλάστες
     κλητική πρωτοπλάστη πρωτοπλάστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτοπλάστης < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Protoplast < Protoplasma

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈto.pla.zma/

Ουσιαστικό

πρωτοπλάστης αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.