πρωτεάση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρωτεάση οι πρωτεάσες
      γενική της πρωτεάσης των πρωτεασών
    αιτιατική την πρωτεάση τις πρωτεάσες
     κλητική πρωτεάση πρωτεάσες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτεάση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική protéase[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική protease[1] < protein +‎ -ase < ελληνιστική κοινή πρωτεῖος < αρχαία ελληνική πρῶτος

Ουσιαστικό

πρωτεάση θηλυκό

  • πρωτεϊνάση

Μεταφράσεις

  1. πρωτεάση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.