πρωτεάση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πρωτεάση | οι | πρωτεάσες |
| γενική | της | πρωτεάσης | των | πρωτεασών |
| αιτιατική | την | πρωτεάση | τις | πρωτεάσες |
| κλητική | πρωτεάση | πρωτεάσες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρωτεάση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική protéase[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική protease[1] < protein + -ase < ελληνιστική κοινή πρωτεῖος < αρχαία ελληνική πρῶτος
Ουσιαστικό
πρωτεάση θηλυκό
- (βιοχημεία) ένζυμο που διασπά τις πρωτεΐνες σε μικρότερα πεπτίδια ή αμινοξέα μέσω της προσθήκης νερού, συμβάλλοντας στη διαδικασία της πρωτεϊνόλυσης
- πρωτεϊνάση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.