πεπτίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεπτίδιο τα πεπτίδια
      γενική του πεπτίδιου
& πεπτιδίου
των πεπτίδιων
& πεπτιδίων
    αιτιατική το πεπτίδιο τα πεπτίδια
     κλητική πεπτίδιο πεπτίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πεπτίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική peptide < αρχαία ελληνική πεπτός

Ουσιαστικό

πεπτίδιο ουδέτερο

  • (βιολογία) οποιαδήποτε ομάδα οργανικών ενώσεων που αποτελείται από δύο ή περισσότερα αμινοξέα που συνδέονται με χημικό δεσμό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.