πρυτανεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρυτανεία οι πρυτανείες
      γενική της πρυτανείας των πρυτανειών
    αιτιατική την πρυτανεία τις πρυτανείες
     κλητική πρυτανεία πρυτανείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρυτανεία < αρχαία ελληνική πρυτανεία < πρύτανις

Ουσιαστικό

πρυτανεία θηλυκό

  1. (ιστορία) η χρονική περίοδος (35-36 ημερών, το 1/10 του έτους) κατά την οποία ασκούσαν την εκτελεστική εξουσία οι πενήντα πρυτάνεις κάποιας φυλής
  2. το να είναι κάποιος πρύτανης, να έχει το αξίωμα του πρύτανη σε ένα πανεπιστήμιο
  3. η χρονική περίοδος που κάποιος είναι πρύτανης
  4. το κτήριο όπου βρίσκονται οι σχετικές με τον πρύτανη υπηρεσίες καθώς και οι υπηρεσίες αυτές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.