προφυλακή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προφυλακή οι προφυλακές
      γενική της προφυλακής των προφυλακών
    αιτιατική την προφυλακή τις προφυλακές
     κλητική προφυλακή προφυλακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προφυλακή < αρχαία ελληνική προφυλακή < πρό + φυλακή

Ουσιαστικό

προφυλακή θηλυκό

  1. (στρατιωτικός όρος) η εμπροσθοφυλακή
  2. (στρατιωτικός όρος) (συνήθως στον πληθυντικό: προφυλακές) τα μέτρα ασφάλειας που λαμβάνει κάποιο στράτευμα κατά τη στάθμευσή του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.