προσχώρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσχώρηση οι προσχωρήσεις
      γενική της προσχώρησης* των προσχωρήσεων
    αιτιατική την προσχώρηση τις προσχωρήσεις
     κλητική προσχώρηση προσχωρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσχωρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσχώρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσχώρη(σις) + -ση

Ουσιαστικό

προσχώρηση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.