προσχώρησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσχώρησῐς αἱ προσχωρήσεις
      γενική τῆς προσχωρήσεως τῶν προσχωρήσεων
      δοτική τῇ προσχωρήσει ταῖς προσχωρήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προσχώρησῐν τὰς προσχωρήσεις
     κλητική ! προσχώρησῐ προσχωρήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσχωρήσει
γεν-δοτ τοῖν  προσχωρησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσχώρησις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προσχώρησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. προσέγγιση, πορεία προς κάπου
  2. προσχώρηση

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.