προσκυνημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσκυνημένος | η | προσκυνημένη | το | προσκυνημένο |
| γενική | του | προσκυνημένου | της | προσκυνημένης | του | προσκυνημένου |
| αιτιατική | τον | προσκυνημένο | την | προσκυνημένη | το | προσκυνημένο |
| κλητική | προσκυνημένε | προσκυνημένη | προσκυνημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσκυνημένοι | οι | προσκυνημένες | τα | προσκυνημένα |
| γενική | των | προσκυνημένων | των | προσκυνημένων | των | προσκυνημένων |
| αιτιατική | τους | προσκυνημένους | τις | προσκυνημένες | τα | προσκυνημένα |
| κλητική | προσκυνημένοι | προσκυνημένες | προσκυνημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
προσκυνημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προσκυνάω / προσκυνώ
Μετοχή
προσκυνημένος, -η, -ο
- που δεν αντιστάθηκε, αλλά υποτάχθηκε
- (μεταφορικά) που συνεχώς συμβιβάζεται, ανέχεται την εξουσία
Αντώνυμα
Συγγενικά
- τουρκοπροσκυνημένος
Μεταφράσεις
προσκυνημένος
|
|
Πηγές
- προσκυνώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.