προσκυνημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσκυνημένος η προσκυνημένη το προσκυνημένο
      γενική του προσκυνημένου της προσκυνημένης του προσκυνημένου
    αιτιατική τον προσκυνημένο την προσκυνημένη το προσκυνημένο
     κλητική προσκυνημένε προσκυνημένη προσκυνημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσκυνημένοι οι προσκυνημένες τα προσκυνημένα
      γενική των προσκυνημένων των προσκυνημένων των προσκυνημένων
    αιτιατική τους προσκυνημένους τις προσκυνημένες τα προσκυνημένα
     κλητική προσκυνημένοι προσκυνημένες προσκυνημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσκυνημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προσκυνάω / προσκυνώ

Μετοχή

προσκυνημένος, -η, -ο

  1. που δεν αντιστάθηκε, αλλά υποτάχθηκε
  2. (μεταφορικά) που συνεχώς συμβιβάζεται, ανέχεται την εξουσία

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • τουρκοπροσκυνημένος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.