απροσκύνητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροσκύνητος η απροσκύνητη το απροσκύνητο
      γενική του απροσκύνητου της απροσκύνητης του απροσκύνητου
    αιτιατική τον απροσκύνητο την απροσκύνητη το απροσκύνητο
     κλητική απροσκύνητε απροσκύνητη απροσκύνητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροσκύνητοι οι απροσκύνητες τα απροσκύνητα
      γενική των απροσκύνητων των απροσκύνητων των απροσκύνητων
    αιτιατική τους απροσκύνητους τις απροσκύνητες τα απροσκύνητα
     κλητική απροσκύνητοι απροσκύνητες απροσκύνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απροσκύνητος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

απροσκύνητος, -η, -ο

  1. αυτός που δεν προσκυνήθηκε
  2. αυτός που δεν κολακεύει
  3. ο ασεβής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.