ιωνικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιωνικός η ιωνική το ιωνικό
      γενική του ιωνικού της ιωνικής του ιωνικού
    αιτιατική τον ιωνικό την ιωνική το ιωνικό
     κλητική ιωνικέ ιωνική ιωνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιωνικοί οι ιωνικές τα ιωνικά
      γενική των ιωνικών των ιωνικών των ιωνικών
    αιτιατική τους ιωνικούς τις ιωνικές τα ιωνικά
     κλητική ιωνικοί ιωνικές ιωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιωνικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἰωνικός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /i.o.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ιωνικός
ομόηχο: ιονικός

Επίθετο

ιωνικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με τους Ίωνες και την Ιωνία
    ιωνικά παράλια
  2. (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) που σχετίζεται με τον ιωνικό ρυθμό
    ιωνικός ναός

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.