προσβάσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσβάσιμος η προσβάσιμη το προσβάσιμο
      γενική του προσβάσιμου της προσβάσιμης του προσβάσιμου
    αιτιατική τον προσβάσιμο την προσβάσιμη το προσβάσιμο
     κλητική προσβάσιμε προσβάσιμη προσβάσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσβάσιμοι οι προσβάσιμες τα προσβάσιμα
      γενική των προσβάσιμων των προσβάσιμων των προσβάσιμων
    αιτιατική τους προσβάσιμους τις προσβάσιμες τα προσβάσιμα
     κλητική προσβάσιμοι προσβάσιμες προσβάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσβάσιμος < πρόσβαση + -σιμος

Επίθετο

προσβάσιμος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.