προσπελάσιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσπελάσιμος | η | προσπελάσιμη | το | προσπελάσιμο |
| γενική | του | προσπελάσιμου | της | προσπελάσιμης | του | προσπελάσιμου |
| αιτιατική | τον | προσπελάσιμο | την | προσπελάσιμη | το | προσπελάσιμο |
| κλητική | προσπελάσιμε | προσπελάσιμη | προσπελάσιμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσπελάσιμοι | οι | προσπελάσιμες | τα | προσπελάσιμα |
| γενική | των | προσπελάσιμων | των | προσπελάσιμων | των | προσπελάσιμων |
| αιτιατική | τους | προσπελάσιμους | τις | προσπελάσιμες | τα | προσπελάσιμα |
| κλητική | προσπελάσιμοι | προσπελάσιμες | προσπελάσιμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσπελάσιμος < προσπελάσ- + -ιμος < προσπελάζω (= πλησιάζω)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- προσπελασιμότητα
Μεταφράσεις
προσπελάσιμος
Αναφορές
- ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 “Ορολογία Πληροφορικής”, σελ. 3. Προσπέλαση 2020-06-19.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.