προσπελάσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσπελάσιμος η προσπελάσιμη το προσπελάσιμο
      γενική του προσπελάσιμου της προσπελάσιμης του προσπελάσιμου
    αιτιατική τον προσπελάσιμο την προσπελάσιμη το προσπελάσιμο
     κλητική προσπελάσιμε προσπελάσιμη προσπελάσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσπελάσιμοι οι προσπελάσιμες τα προσπελάσιμα
      γενική των προσπελάσιμων των προσπελάσιμων των προσπελάσιμων
    αιτιατική τους προσπελάσιμους τις προσπελάσιμες τα προσπελάσιμα
     κλητική προσπελάσιμοι προσπελάσιμες προσπελάσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσπελάσιμος < προσπελάσ- + -ιμος < προσπελάζω (= πλησιάζω)

Επίθετο

προσπελάσιμος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • προσπελασιμότητα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.