προσβατός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσβατός η προσβατή το προσβατό
      γενική του προσβατού της προσβατής του προσβατού
    αιτιατική τον προσβατό την προσβατή το προσβατό
     κλητική προσβατέ προσβατή προσβατό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσβατοί οι προσβατές τα προσβατά
      γενική των προσβατών των προσβατών των προσβατών
    αιτιατική τους προσβατούς τις προσβατές τα προσβατά
     κλητική προσβατοί προσβατές προσβατά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσβατός < προσβα- + -τός < προσβαίνω (= πλησιάζω, προσεγγίζω)

Επίθετο

προσβατός

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • προσβατότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.