προσβασιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προσβασιμότητα | οι | προσβασιμότητες |
| γενική | της | προσβασιμότητας | των | προσβασιμοτήτων |
| αιτιατική | την | προσβασιμότητα | τις | προσβασιμότητες |
| κλητική | προσβασιμότητα | προσβασιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προσβασιμότητα < προσβάσιμος + -ότητα < πρόσβαση
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.zva.siˈmo.ti.ta/
Ουσιαστικό
προσβασιμότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του προσβάσιμου· η δυνατότητα που δίνεται σε κάποιον να έχει πρόσβαση σε ένα χώρο ή δικτυακό τόπο
Μεταφράσεις
προσβασιμότητα
Αναφορές
- ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 “Ορολογία Πληροφορικής”, σελ. 3. Προσπέλαση 2020-06-19.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.