προσαχθείς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προσαχθείς & προσαχθέντας |
η | προσαχθείσα | το | προσαχθέν |
| γενική | του | προσαχθέντος & προσαχθέντα |
της | προσαχθείσας & προσαχθείσης* |
του | προσαχθέντος |
| αιτιατική | τον | προσαχθέντα | την | προσαχθείσα | το | προσαχθέν |
| κλητική | προσαχθείς & προσαχθέντα |
προσαχθείσα | προσαχθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προσαχθέντες | οι | προσαχθείσες | τα | προσαχθέντα |
| γενική | των | προσαχθέντων | των | προσαχθεισών | των | προσαχθέντων |
| αιτιατική | τους | προσαχθέντες | τις | προσαχθείσες | τα | προσαχθέντα |
| κλητική | προσαχθέντες | προσαχθείσες | προσαχθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προσαχθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσαχθείς, προσαχθεῖσα, προσαχθέν, μετοχή του παθητικού αορίστου του ρήματος προσάγω
Μετοχή
προσαχθείς, -είσα, -έν
Συγγενικά
Μεταφράσεις
προσαχθείς
|
Ρηματικός τύπος
προσαχθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσάγομαι
- θα προσαχθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσάγομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.