προσήκων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσήκων η προσήκουσα το προσήκον
      γενική του προσήκοντος της προσήκουσας
& προσηκούσης*
του προσήκοντος
    αιτιατική τον προσήκοντα την προσήκουσα το προσήκον
     κλητική προσήκων προσήκουσα προσήκον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσήκοντες οι προσήκουσες τα προσήκοντα
      γενική των προσηκόντων των προσηκουσών των προσηκόντων
    αιτιατική τους προσήκοντες τις προσήκουσες τα προσήκοντα
     κλητική προσήκοντες προσήκουσες προσήκοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσήκων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσήκων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προσήκω

Μετοχή

προσήκων

  • (λόγιο) που ταιριάζει, αρμόζει στην περίπτωση
    μπαίνουμε στον ιερό χώρο με τον προσήκοντα σεβασμό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.