προσήκω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προσήκω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

προσήκω

  1. είμαι κοντά, έχω έρθει
  2. ανήκω σε κάποιον

Συγγενικά

Κλίση

λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.