προπαιδεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προπαιδεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προπαιδεύω < προ- + παιδεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.peˈðe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προπαιδεύω

Ρήμα

προπαιδεύω, αόρ.: προπαίδευσα, παθ.φωνή: προπαιδεύομαι, π.αόρ.: προπαιδεύτηκα/προπαιδεύθηκα, μτχ.π.π.: προπαιδευμένος

  1. παρέχω προπαρασκευαστική εκπαίδευση, προκαταρκτική μόρφωση
     συνώνυμα: προεκπαιδεύω
     αντώνυμα: μετεκπαιδεύω
  2. (ειδικότερα) προετοιμάζω για εξετάσεις για ανώτερες σπουδές [1]
     συνώνυμα: προγυμνάζω

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις παιδεύω και παιδεία

Κλίση

Παθητική φωνή: λείπει η κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προπαιδεύω < προ- + παιδεύω

Ρήμα

προπαιδεύω

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις προπαιδοποιέω, παιδεύω και παιδεία

Πηγές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.