προπαιδεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προπαιδεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προπαιδεύω < προ- + παιδεύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.peˈðe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐παι‐δεύ‐ω
Ρήμα
προπαιδεύω, αόρ.: προπαίδευσα, παθ.φωνή: προπαιδεύομαι, π.αόρ.: προπαιδεύτηκα/προπαιδεύθηκα, μτχ.π.π.: προπαιδευμένος
- παρέχω προπαρασκευαστική εκπαίδευση, προκαταρκτική μόρφωση
- ≈ συνώνυμα: προεκπαιδεύω
- ≠ αντώνυμα: μετεκπαιδεύω
- (ειδικότερα) προετοιμάζω για εξετάσεις για ανώτερες σπουδές [1]
Συγγενικά
- απροπαίδευτος
- προεκπαιδεύω & συγγενικά
- προπαιδεία
- προπαίδεια
- προπαιδευμένος
- προπαίδευση
- προπαιδευτής
- προπαιδευτικά (επίρρημα)
- προπαιδευτικός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προπαιδεύω | προπαίδευα | θα προπαιδεύω | να προπαιδεύω | προπαιδεύοντας | |
| β' ενικ. | προπαιδεύεις | προπαίδευες | θα προπαιδεύεις | να προπαιδεύεις | προπαίδευε | |
| γ' ενικ. | προπαιδεύει | προπαίδευε | θα προπαιδεύει | να προπαιδεύει | ||
| α' πληθ. | προπαιδεύουμε | προπαιδεύαμε | θα προπαιδεύουμε | να προπαιδεύουμε | ||
| β' πληθ. | προπαιδεύετε | προπαιδεύατε | θα προπαιδεύετε | να προπαιδεύετε | προπαιδεύετε | |
| γ' πληθ. | προπαιδεύουν(ε) | προπαίδευαν προπαιδεύαν(ε) |
θα προπαιδεύουν(ε) | να προπαιδεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προπαίδευσα | θα προπαιδεύσω | να προπαιδεύσω | προπαιδεύσει | ||
| β' ενικ. | προπαίδευσες | θα προπαιδεύσεις | να προπαιδεύσεις | προπαίδευσε | ||
| γ' ενικ. | προπαίδευσε | θα προπαιδεύσει | να προπαιδεύσει | |||
| α' πληθ. | προπαιδεύσαμε | θα προπαιδεύσουμε | να προπαιδεύσουμε | |||
| β' πληθ. | προπαιδεύσατε | θα προπαιδεύσετε | να προπαιδεύσετε | προπαιδεύστε | ||
| γ' πληθ. | προπαίδευσαν προπαιδεύσαν(ε) |
θα προπαιδεύσουν(ε) | να προπαιδεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προπαιδεύσει | είχα προπαιδεύσει | θα έχω προπαιδεύσει | να έχω προπαιδεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προπαιδεύσει | είχες προπαιδεύσει | θα έχεις προπαιδεύσει | να έχεις προπαιδεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προπαιδεύσει | είχε προπαιδεύσει | θα έχει προπαιδεύσει | να έχει προπαιδεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προπαιδεύσει | είχαμε προπαιδεύσει | θα έχουμε προπαιδεύσει | να έχουμε προπαιδεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προπαιδεύσει | είχατε προπαιδεύσει | θα έχετε προπαιδεύσει | να έχετε προπαιδεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προπαιδεύσει | είχαν προπαιδεύσει | θα έχουν προπαιδεύσει | να έχουν προπαιδεύσει |
| |
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
προπαιδεύω
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Συγγενικά
- προπαιδεία
- προπαίδευμα
- προπαίδευσις
Πηγές
- προπαιδεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προπαιδεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.