προγυμνάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προγυμνάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προγυμνάζω[1] < προ- + γυμνάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pro.ʝiˈmna.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐γυ‐μνά‐ζω
Ρήμα
προγυμνάζω (παθητική φωνή: προγυμνάζομαι)
- (λόγιο, παρωχημένο) κάνω σε κάποιον μαθητή (ιδιαίτερα) μαθήματα, ώστε να τον προετοιμάσω για εξετάσεις
- (αθλητισμός) ασκώ κάποιον στη γυμναστική
Συγγενικά
- απρογύμναστος
- προγύμναση
- προγύμνασμα
- προγυμνασμένος
- προγυμναστήριο
- προγυμναστής
- προγυμνάστρια
- → δείτε τις λέξεις προ, γυμνάζω και γυμνός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προγυμνάζω | προγύμναζα | θα προγυμνάζω | να προγυμνάζω | προγυμνάζοντας | |
| β' ενικ. | προγυμνάζεις | προγύμναζες | θα προγυμνάζεις | να προγυμνάζεις | προγύμναζε | |
| γ' ενικ. | προγυμνάζει | προγύμναζε | θα προγυμνάζει | να προγυμνάζει | ||
| α' πληθ. | προγυμνάζουμε | προγυμνάζαμε | θα προγυμνάζουμε | να προγυμνάζουμε | ||
| β' πληθ. | προγυμνάζετε | προγυμνάζατε | θα προγυμνάζετε | να προγυμνάζετε | προγυμνάζετε | |
| γ' πληθ. | προγυμνάζουν(ε) | προγύμναζαν προγυμνάζαν(ε) |
θα προγυμνάζουν(ε) | να προγυμνάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προγύμνασα | θα προγυμνάσω | να προγυμνάσω | προγυμνάσει | ||
| β' ενικ. | προγύμνασες | θα προγυμνάσεις | να προγυμνάσεις | προγύμνασε | ||
| γ' ενικ. | προγύμνασε | θα προγυμνάσει | να προγυμνάσει | |||
| α' πληθ. | προγυμνάσαμε | θα προγυμνάσουμε | να προγυμνάσουμε | |||
| β' πληθ. | προγυμνάσατε | θα προγυμνάσετε | να προγυμνάσετε | προγυμνάστε | ||
| γ' πληθ. | προγύμνασαν προγυμνάσαν(ε) |
θα προγυμνάσουν(ε) | να προγυμνάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προγυμνάσει | είχα προγυμνάσει | θα έχω προγυμνάσει | να έχω προγυμνάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προγυμνάσει | είχες προγυμνάσει | θα έχεις προγυμνάσει | να έχεις προγυμνάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προγυμνάσει | είχε προγυμνάσει | θα έχει προγυμνάσει | να έχει προγυμνάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προγυμνάσει | είχαμε προγυμνάσει | θα έχουμε προγυμνάσει | να έχουμε προγυμνάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προγυμνάσει | είχατε προγυμνάσει | θα έχετε προγυμνάσει | να έχετε προγυμνάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προγυμνάσει | είχαν προγυμνάσει | θα έχουν προγυμνάσει | να έχουν προγυμνάσει |
| |
Μεταφράσεις
προγυμνάζω
|
|
Αναφορές
- προγυμνάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.