προπαιδεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.peˈðe.vo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐παι‐δεύ‐ο‐μαι
Ρηματικός τύπος
προπαιδεύομαι, π.αόρ.: προπαιδεύτηκα/προπαιδεύθηκα, μτχ.π.π.: προπαιδευμένος
- παθητική φωνή του ρήματος προπαιδεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.