προπαίδεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προπαίδεια | οι | προπαίδειες |
| γενική | της | προπαίδειας | των | προπαιδειών |
| αιτιατική | την | προπαίδεια | τις | προπαίδειες |
| κλητική | προπαίδεια | προπαίδειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προπαίδεια < αρχαία ελληνική προπαιδεία < προπαιδεύω < πρό + παῖς
Ουσιαστικό
προπαίδεια θηλυκό
- πίνακας που περιέχει τα γινόμενα όλων των μονοψήφιων αριθμών (και του δέκα)
- ※ Έχουν να μάθουν και κάτι σπουδαιότερο από την αλφαβήτα και την προπαίδεια στα παιδιά μας οι δάσκαλοι: να βλέπουν τον κόσμο με τα δυο τους μάτια, όχι μονάχα με το ένα, της προκατάληψης. Τα μαθήματα αυτά αφορούν κι εμάς τους μεγάλους, κι ας έχουμε τυπικά ξεσκολίσει. (www.kathimerini.gr, 15.11.2008)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.