pro

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
pro pros

Ουσιαστικό

pro (en)

  • (ανεπίσημο) το πλεονέκτημα, τα συν
    It’s not much of a pro.
    Δεν είναι δα και σπουδαίο πλεονέκτημα.
    This is one of the pros of the job.
    Αυτό είναι ένα από τα συν της δουλειάς.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη advantage

Πηγές



Εσπεράντο (eo)

Προφορά

 

Πρόθεση

pro (eo)



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

pro < λείπει η ετυμολογία

Πρόθεση

pro (la) (prō)

  1. προ, μπροστά
  2. πριν

Εκφράσεις

  • produco copias pro castris : προωθώ τις δυνάμεις μπροστά στα κάστρα
  • pro contione : στην εκκλησία
  • pro me : υπέρ εμού

Παράγωγα

Πηγές



Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Πρόθεση

pro (cs)

Αντώνυμα

  • συντάσσεται με αιτιατική (akuzativ)

Ουσιαστικό

pro (cs) ουδέτερο

Αντώνυμα

  • proti
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.