propel

Αγγλικά (en)

ενεστώτας propel
γ΄ ενικό ενεστώτα propels
αόριστος propelled
παθητική μετοχή propelled
ενεργητική μετοχή propelling

Ρήμα

propel (en)

  1. (μεταβατικό) κινώ, προκαλώ τη αλλαγή της θέσης ενός πράγματος προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    a boat propelled by oars - βάρκα που κινείται με κουπιά
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη move
  2. (μεταφορικά) προωθώ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.