προνομιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προνομιακός | η | προνομιακή | το | προνομιακό |
| γενική | του | προνομιακού | της | προνομιακής | του | προνομιακού |
| αιτιατική | τον | προνομιακό | την | προνομιακή | το | προνομιακό |
| κλητική | προνομιακέ | προνομιακή | προνομιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προνομιακοί | οι | προνομιακές | τα | προνομιακά |
| γενική | των | προνομιακών | των | προνομιακών | των | προνομιακών |
| αιτιατική | τους | προνομιακούς | τις | προνομιακές | τα | προνομιακά |
| κλητική | προνομιακοί | προνομιακές | προνομιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προνομιακός < από το ουσ. προνόμιο
Επίθετο
προνομιακός
- Αυτός που αποδίδει προνόμια
- Είναι σκανδαλώδης η προνομιακή αντιμετώπιση ορισμένων επιχειρηματικών συμφερόντων από το κράτος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
προνομιακός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.