προμετωπίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προμετωπίδα | οι | προμετωπίδες |
| γενική | της | προμετωπίδας | των | προμετωπίδων |
| αιτιατική | την | προμετωπίδα | τις | προμετωπίδες |
| κλητική | προμετωπίδα | προμετωπίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προμετωπίδα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προμετωπίς από την αιτιατική «τὴν προμετωπίδα» < πρό + αρχαία ελληνική μέτωπον (σημασιολογικό δάνειο από τη νεολατινική frontispicium)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.me.toˈpi.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐με‐τω‐πί‐δα
Ουσιαστικό
προμετωπίδα θηλυκό
- (τυπογραφία) η πρώτη μετά το εξώφυλλο σελίδα βιβλίου, όπου αναγράφεται ο πλήρης τίτλος
- (τυπογραφία) το τμήμα της σελίδας εφημερίδας ή περιοδικού
Μεταφράσεις
προμετωπίδα
|
|
Αναφορές
- προμετωπίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.