προμετωπίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προμετωπίς αἱ προμετωπίδες
      γενική τῆς προμετωπίδος τῶν προμετωπίδων
      δοτική τῇ προμετωπίδ ταῖς προμετωπίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προμετωπίδ τὰς προμετωπίδᾰς
     κλητική ! προμετωπίς* προμετωπίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προμετωπίδε
γεν-δοτ τοῖν  προμετωπίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προμετωπίς (ελληνιστική κοινή) < προ- + μετωπίς < αρχαία ελληνική μέτωπον [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: προμετωπίδα (με άλλη σημασία)

Ουσιαστικό

προμετωπίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.