προμελετώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προμελετώ < αρχαία ελληνική προμελετάω / προμελετῶ < πρό + μελετάω / μελετῶ < μελέτη ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική préméditer)
Συγγενικά
- απρομελέτητα
- απρομελέτητος
- προμελέτη
- προμελετημένα
- προμελετημένος
- → δείτε τις λέξεις προ, μελετώ και μελέτη
Μεταφράσεις
προμελετώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.