Κολόμβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κολόμβος οι Κολόμβοι
      γενική του Κολόμβου των Κολόμβων
    αιτιατική τον Κολόμβο τους Κολόμβους
     κλητική Κολόμβο Κολόμβοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κολόμβος < ιταλική Columbus < λατινική columbus (περιστέρι) < αρχαία ελληνική κόλυμβος (αντιδάνειο) (πβ. κολυμβάω)

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈloɱ.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κολόμβος

Κύριο όνομα

Κολόμβος αρσενικό (θηλυκό Κολόμβου)

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.