Κολομβιανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κολομβιανός οι Κολομβιανοί
      γενική του Κολομβιανού των Κολομβιανών
    αιτιατική τον Κολομβιανό τους Κολομβιανούς
     κλητική Κολομβιανέ Κολομβιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κολομβιανός < Κολομβ(ία) + -ιανός

Κύριο όνομα

Κολομβιανός αρσενικό (θηλυκό Κολομβιανή)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.