ζέσταμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζέσταμα τα ζεστάματα
      γενική του ζεστάματος των ζεσταμάτων
    αιτιατική το ζέσταμα τα ζεστάματα
     κλητική ζέσταμα ζεστάματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζέσταμα < ζεσταίνω

Ουσιαστικό

ζέσταμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία με την οποία αυξάνουμε βαθμιαία τη θερμοκρασία ενός πράγματος, ιδίως κρύου φαγητού πριν την κατανάλωσή του
  2. η προθέρμανση πριν μια αθλητική δραστηριότητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.