προεισαγωγικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προεισαγωγικός | η | προεισαγωγική | το | προεισαγωγικό |
| γενική | του | προεισαγωγικού | της | προεισαγωγικής | του | προεισαγωγικού |
| αιτιατική | τον | προεισαγωγικό | την | προεισαγωγική | το | προεισαγωγικό |
| κλητική | προεισαγωγικέ | προεισαγωγική | προεισαγωγικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προεισαγωγικοί | οι | προεισαγωγικές | τα | προεισαγωγικά |
| γενική | των | προεισαγωγικών | των | προεισαγωγικών | των | προεισαγωγικών |
| αιτιατική | τους | προεισαγωγικούς | τις | προεισαγωγικές | τα | προεισαγωγικά |
| κλητική | προεισαγωγικοί | προεισαγωγικές | προεισαγωγικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προεισαγωγικός < προεισαγωγή + -ικός < ελληνιστική κοινή προεισαγωγή < προεισᾰ́γω < αρχαία ελληνική πρό + εἰσάγω < ἄγω
Συγγενικά
- προεισαγωγικά
- προεισαγωγικώς
- → δείτε τις λέξεις προεισάγω, εισάγω και άγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.