προδιαγραφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προδιαγραφή οι προδιαγραφές
      γενική της προδιαγραφής των προδιαγραφών
    αιτιατική την προδιαγραφή τις προδιαγραφές
     κλητική προδιαγραφή προδιαγραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προδιαγραφή < προδιαγράφ(ω) + , μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prescription [1] Μορφολογικά, προ-, δια-, γραφή

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.ði̯a.γɾaˈfi/ & /pɾo.ðʝa.γɾaˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προδιαγραφή

Ουσιαστικό

προδιαγραφή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.