προδιάθεσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προδιάθεσῐς αἱ προδιαθέσεις
      γενική τῆς προδιαθέσεως τῶν προδιαθέσεων
      δοτική τῇ προδιαθέσει ταῖς προδιαθέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προδιάθεσῐν τὰς προδιαθέσεις
     κλητική ! προδιάθεσῐ προδιαθέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προδιαθέσει
γεν-δοτ τοῖν  προδιαθεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προδιάθεσις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

προδιάθεσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.